- ἐτήρ
- ἐτήρone year oldmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετήρ — ἐτήρ, ὁ (Α) [έτος] αυτός που έχει ηλικία ενός έτους, ο χρονιάρικος … Dictionary of Greek
ἐτῆρας — ἐτήρ one year old masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτῆρος — ἐτήρ one year old masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επετηρίδα — η 1. γιορτή που γίνεται κατά την επέτειο ενός γεγονότος 2. ετήσια έκδοση ιδρύματος, επιστημονικού συλλόγου ή δημόσιας υπηρεσίας με πληροφορίες για το προηγούμενο έτος ή επιστημονικές εργασίες 3. ονομαστικός κατάλογος κατά τη σειρά αρχαιότητας τού … Dictionary of Greek
ογδοηκονταετηρίδα — η 1. ογδοηκοστή επέτειος 2. σύνολο ογδόντα ετών, ογδονταετία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγδοήκοντα + ἐτηρίς (< ἐτήρ), πρβλ. επ ετηρίδα. Η λ., στον λόγιο τ. ογδοηκονταετηρίς, μαρτυρείται από το 1890 στον Δ. Θερειανό] … Dictionary of Greek
οκταετηρίδα — η (Α ὀκταετηρίς και ὀκτωετηρίς, ίδος) χρονικό διάστημα που απαρτίζεται από οκτώ χρόνια, οκταετία νεοελλ. η όγδοη επέτειος αρχ. αστρον. ημερολογιακό σύστημα που χρησιμοποιήθηκε στην αρχαία Ελλάδα από τον 6ο π.Χ. αιώνα και κατά το οποίο… … Dictionary of Greek
οκτακοσιετηρίδα — η η οκτακοσιοστή επέτειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οκτακόσιοι + ἐτηρίς, ίδος (< ἐτήρ). Η λ., στον λόγιο τ. οκτακοσιετηρίς, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
οκτωκαιδεκαετηρίς — ὀκτωκαιδεκαετηρίς, ίδος, ἡ (ΑΜ) χρονική περίοδος δεκαοκτώ ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτωκαίδεχα «δεκαοκτώ» + ετηρίς (< ἐτήρ), πρβλ. οκτα ετηρίς] … Dictionary of Greek
οκτωκαιεικοσαετηρίς — ὀκτωκαιεικοσαετηρίς, ἡ (Μ) κύκλος, περίοδος είκοσι οκτώ ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτώ + καὶ + εἴκοσι + ετηρίς (< ἐτήρ)] … Dictionary of Greek
τεσσαρακονταετηρίδα — η / τεσσαρακονταετηρίς, ίδος, ΝΜΑ χρονικό διάστημα σαράντα χρόνων νεοελλ. η τεσσαρακοστή επέτειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + ἐτηρίς (< ἐτήρ < έτος), πρβλ. πεντηκοντα ετηρίδα) … Dictionary of Greek